Τα συναισθήματά μας έχουν πολλές αποχρώσεις. Μπορούμε να μιλήσουμε για «βασικά» συναισθήματα, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει όλη η «παλέτα» των συναισθημάτων – όπως γίνεται και με τα χρώματα! Με τον ίδιο τρόπο που ανακατεύουμε τα βασικά χρώματα (μπλε, κόκκινο και κίτρινο) και φτιάχνουμε όλα τα χρώματα της ίριδας, έτσι συνδυάζουμε τα βασικά συναισθήματα (που είναι τέσσερα: χαρά, λύπη, θυμός και φόβος) και προκύπτουν πάρα πολλοί συναισθηματικοί συνδυασμοί. Έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει ότι το συναίσθημα της ανυπομονησίας είναι μία μίξη αρκετής χαράς με λίγο θυμό;
Μόνο αν γνωρίζουμε τα συναισθήματα και τον τρόπο που αντανακλούν στο σώμα μας, μπορούμε να τα διαχειριστούμε αποτελεσματικά. Το μυαλό μας μπορούμε να το ξεγελάσουμε, μα το σώμα δε λέει ποτέ ψέματα. Γι‘ αυτό το σώμα είναι ο αδιάψευστος καθρέφτης που μπορεί να μας φανερώσει τι νιώθουμε, ακόμα και στις περιπτώσεις που είναι δυσδιάκριτο. Βοηθώντας δηλαδή τα παιδιά μας να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους, τους προσφέρουμε ένα πολύτιμο εργαλείο διαχείρισης της καθημερινότητας και των ματαιώσεων που βιώνουν στη ζωή τους.
Αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ίσως ακούγεται, καθώς ακόμα και οι ενήλικες συχνά έχουν ανεπαρκή επίγνωση της συναισθηματικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται κάποιες φορές η επικοινωνία τους με το περιβάλλον.
Ένα πρώτο βήμα για να βοηθήσουμε τα παιδιά να αρχίσουν να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους, είναι να τους μιλήσουμε για αυτά μέσα από εικόνες. Γιατί, στην προσχολική ηλικία, τα παιδιά χρειάζονται τις εικόνες. Πιο κάτω παραθέτουμε ενδεικτικά κάποιες ζωγραφιές που απεικονίζουν τα βασικά συναισθήματα.

Αφού τις δείξουμε στα παιδιά, αφιερώνουμε χρόνο σε καθένα από αυτά, εξηγώντας πώς επηρεάζει το σώμα μας κάθε συναίσθημα.
Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε… “όταν θυμώνω, μπορεί να σφίγγω τις γροθιές μου, να τρίζω τα δόντια μου, σμίγω τα φρύδια μου, μπορεί να νιώθω μία «φωτιά» μέσα στο σώμα μου , που να με κάνει να θέλω να φωνάξω, να τρέξω, να χτυπήσω ό,τι βρω μπροστά μου. Αν νιώσω έτσι, καταλαβαίνω ότι θύμωσα. Θα με βοηθήσει να το πω δυνατά. «Τώρα ΘΥΜΩΣΑ». Μπορώ τότε να κλωτσήσω ένα μαξιλάρι ή να δώσω μια γροθιά σε ένα σάκο του μποξ (εξαιρετικό παιχνίδι εκτόνωσης ο σάκος του μποξ). Δε μπορώ όμως να χτυπήσω έναν άλλο άνθρωπο ή ένα ζώο. Ίσως χρειάζομαι λίγο χρόνο με τον εαυτό μου, χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Μπορώ τότε να ζωγραφίσω το θυμό μου, για να δείξω πόσο μεγάλος είναι ή ζουλήξω μία πλαστελίνη/μπαλάκι αντιστρες/πηλό με όλη μου τη δύναμη. Δε μπορώ όμως να τσιμπήσω ή να δαγκώσω κάποιο άλλο παιδί.”
Δεν απαγορεύουμε την εξωτερίκευση του συναισθήματος. Την επιδιώκουμε. Κάνουμε όμως διάκριση των αποδεκτών και μη αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς. Αν απλά απαγορεύσουμε στο παιδί να εκφράσει το θυμό του, ο θυμός δεν θα φύγει, αντίθετα θα συμπιεστεί και θα εμφανιστεί αργότερα με μορφή έκρηξης (όπως θα γίνει με μία χύτρα, αν δεν επιτρέψουμε την αποσυμπίεση του αέρα!).
Εξάλλου δεν υπάρχουν καλά και κακά συναισθήματα. Φράσεις του τύπου, «τα καλά παιδάκια δε θυμώνουν», «οι άντρες δεν κλαίνε» αποτελούν αναχρονιστικές κι αναληθείς δηλώσεις, που δε βοηθούν τα παιδιά, αντίθετα εγκλωβίζουν το συναίσθημά τους.
Τα ίδια στάδια ακολουθούμε και για τα υπόλοιπα τρία συναισθήματα, βοηθώντας έτσι τα παιδιά μας να αρχίσουν να «διαβάζουν» το σώμα τους και, μέσω αυτού το συναίσθημά τους. Δίνουμε λοιπόν «χώρο» και χρόνο στα συναισθήματα. Κάτι τέτοιο φυσικά προϋποθέτει ότι μπορούμε εμείς οι γονείς αρχικά να αντέξουμε το συναίσθημα του παιδιού.
Η λύπη, για παράδειγμα, είναι ένα «βαρύ» συναίσθημα, που πολλοί άνθρωποι συνηθίζουν να προσπαθούν να «διώξουν» από κοντά τους, καταφεύγοντας σε φράσεις του τύπου, «έλα τώρα, για αυτό λυπάσαι; Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι, ξέχασέ το». Κανείς όμως δεν παύει να λυπάται επειδή του λέμε να το κάνει. Αντίθετα, έτσι νιώθει μόνος κι αβοήθητος.
Θα μπορούσαμε, αντ’ αυτού, να δοκιμάσουμε να κατανοήσουμε τη λύπη του παιδιού, καθώς και πόσο σημαντικό μπορεί να είναι για εκείνο το γεγονός ότι ένας φίλος του είπε ότι δεν θέλει πια να κάνουν παρέα. Αντί, μάταια, να το παροτρύνουμε να μη στενοχωριέται, να ψάξουμε μαζί του να βρούμε τρόπους να διαχειριστεί τη λύπη του. Έτσι, ακόμα κι αν δε βρούμε τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης, σίγουρα θα έχουμε έρθει πιο κοντά, βοηθώντας το παιδί μας να μη νιώθει μόνο στη λύπη του…